- δεκάγραμμος
- -η, -ο1. όποιος αποτελείται από δέκα γραμμές2. το ουδ. ως ουσ. το δεκάγραμμομέτρο βάρους που ισοδυναμεί με δέκα γραμμάρια, το ένα εκατοστό δηλαδή τού κιλού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek